αιτιολογημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιτιολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αιτιολογώ
Μετοχή
[επεξεργασία]αιτιολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη αιτιολογώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιτιολογημένος
|