αιτιολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αιτιολογώ < αιτία + -λογώ (<λόγος)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.ti.o.loˈɣo/

αιτιολογώ, πρτ.: αιτιολογούσα, στ.μέλλ.: θα αιτιολογήσω, αόρ.: αιτιολόγησα, παθ.φωνή: αιτιολογούμαι, μτχ.π.π.: αιτιολογημένος

  1. προσπαθώ με τη λογική να βρω την αιτία ενός γεγονότος, αποδίδω ένα ή περισσότερα αίτια σε ένα αποτέλεσμα
     συνώνυμα: δικαιολογώ, τεκμηριώνω
  2. υποστηρίζω κάποιον/κάτι με λογικά επιχειρήματα
     συνώνυμα: επιχειρηματολογώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]