ακανές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακανές | οι | ακανέδες |
γενική | του | ακανέ | των | ακανέδων |
αιτιατική | τον | ακανέ | τους | ακανέδες |
κλητική | ακανέ | ακανέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακανές αρσενικό
- (γαστρονομία) παραδοσιακό σερραϊκό γλύκισμα, που μοιάζει με λουκούμι, και φτιάχνεται με βούτυρο, νισεστέ, ζάχαρη, νερό και αμύγδαλα
- (αργκό) οπαδός του Πανσερραϊκού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ακανές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)