ακρεμόνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρεμόνας < ακρεμών < αρχαία ελληνική ἀκρεμών < ἄκρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρεμόνας αρσενικό
- (τυπογραφία) μικρή γραμμή ως απόληξη γραμματοσειρών
- ※ Οι παλαιογραφικές ωστόσο ενδείξεις (στρογγυλά γράμματα ισοϋψή με τα υπόλοιπα, Θ όχι με κουκκίδα, αλλά με «παύλα» στο κέντρο, ισοσκελή Π και κυρίως E με αποκολλημένη από την κάθετη τη μεσαία οριζόντια κεραία τους, καθώς και η ύπαρξη έντονων ακρεμόνων σε ορισμένα γράμματα) σε πλήρη αντίθεση με τη διπλωματική μεταγραφή των IG, φαίνεται να αποκλείουν μια τόσο υψηλή χρονολόγηση. (Μαίρη–Ηλέκτρα Ζάχου–Κοντογιάννη, «Απελευθερωτικές επιγραφές Αιγινίου (Καλαμπάκας)», Εγνατία, 7 (2003) σελ. 33)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη άκρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)