ακτόδρομος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακτόδρομος οι ακτόδρομοι
      γενική του ακτοδρόμου
ακτόδρομου
των ακτοδρόμων
    αιτιατική τον ακτόδρομο τους ακτοδρόμους
     κλητική ακτόδρομε ακτόδρομοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ακτόδρομος < ακτή + δρόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ακτόδρομος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]