ακτόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτόδρομος αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) δρόμος που διανοίγεται κάθετα στην ακτογραμμή από στρατιωτικές μονάδες (μηχανικού) για την εξυπηρέτηση αποβατικών δυνάμεων, ο ο ποίος και επιστρώνεται με εύκαμπτες λωρίδες και πλέγματα συρματόσχοινων.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτόδρομος
|