αλληλέγγυος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλέγγυος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλληλέγγυος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.liˈleŋ.ɟi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λέγ‐γυ‐ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλληλέγγυος, -α, -ο
- που συμπαραστέκεται σε κάποιον και δείχνει την αλληλεγγύη του
- (νομικός όρος) που έχει μια αμοιβαία υποχρέωση ή ευθύνη προς κάποιον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αλληλέγγυα
- αλληλέγγυο
- → δείτε τις λέξεις αλληλο- και εγγυώμαι
- αλληλεγγύως
Σημειώσεις[επεξεργασία]
.. έβγαλε διαταγή ο Βασίλειος Β΄(10ος αι.) οι εισφορές των δυνατών, που δεν καλλιεργούσαν τα χέρσα κτήματα, να δίδονται στους φτωχούς. Αυτός ο νόμος, που προέβλεπε τέτοιου είδους είσπραξη, είναι στην ιστορία γνωστός ως «ἀλληλέγγυον».
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αλληλέγγυος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θαυμάσιος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)