αλληλοτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληλοτομή < αλληλο- + -τομή ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intersection)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληλοτομή θηλυκό
- (γεωμετρία) το σημείο ή το σύνολο σημείων που είναι κοινά σε δύο ή περισσότερα γεωμετρικά σχήματα καθώς και το σχηματιζόμενο γεωμετρικό σχήμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληλοτομή
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αλληλο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τομή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)