αλλιώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλιώς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀλλιῶς < ἀλλέως < ἀλλέος < ἄλλος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αλλιώς
- διαφορετικά, με διαφορετικό τρόπο