αλωπεκή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλωπεκή | οι | αλωπεκές |
γενική | της | αλωπεκής | των | αλωπεκών |
αιτιατική | την | αλωπεκή | τις | αλωπεκές |
κλητική | αλωπεκή | αλωπεκές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλωπεκή < αρχαία ελληνική ἀλωπεκέη/ἀλωπεκῆ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.lo.peˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λω‐πε‐κή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλωπεκή θηλυκό
- (λόγιο)