ἀλωπεκῆ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀλωπεκεα- ἀλωπεκη- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀλωπεκέη > ἀλωπεκῆ | αἱ | ἀλωπεκέαι > ἀλωπεκαῖ | |
γενική | τῆς | ἀλωπεκέης > ἀλωπεκῆς | τῶν | ἀλωπεκεῶν > ἀλωπεκῶν | |
δοτική | τῇ | ἀλωπεκέῃ > ἀλωπεκῇ | ταῖς | ἀλωπεκέαις > ἀλωπεκαῖς | |
αιτιατική | τὴν | ἀλωπεκέην > ἀλωπεκῆν | τὰς | ἀλωπεκέᾱς > ἀλωπεκᾶς | |
κλητική ὦ! | ἀλωπεκέη > ἀλωπεκῆ | ἀλωπεκέαι > ἀλωπεκαῖ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλωπεκέᾱ > ἀλωπεκᾶ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλωπεκέαιν > ἀλωπεκαῖν | |||
1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀλωπεκῆ < ἀλώπηξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀλωπεκῆ θηλυκό
- αττικός τύπος του ἀλωπεκέη: αλωπεκή, δέρμα αλεπούς
Παροιμίες[επεξεργασία]
- ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Λύσανδρος, 7]])
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γαλέη γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλῆ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά περισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις περισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αττική διάλεκτος
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)