ἀλώπηξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ανώμαλα μεταπλαστά ουσιαστικά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ᾰλωπεκ-
ονομαστική ἀλώπηξ αἱ ἀλώπεκες
      γενική τῆς ἀλώπεκος τῶν ἀλωπέκων
      δοτική τῇ ἀλώπεκ ταῖς ἀλώπεξ(ν)
επικός: ἀλωπήκεσσι
    αιτιατική τὴν ἀλώπεκ τὰς ἀλώπεκᾰς
     κλητική ! ἀλώπηξ ἀλώπεκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλώπεκε
γεν-δοτ τοῖν  ἀλωπέκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀλώπηξ < προγενέστερος τύπος *alōpēḱos, *alṓpāks. Πιθανόν έχει σχέση με την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂lōp-eh₂-s < *h₂lop-. Απαντάει παρόμοιος τύπος σε πολλές χώρες γύρω από τη Μεσόγειο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀλώπηξ θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) αλεπού
  2. (θηλαστικό ζώο) ένα είδος (ιπτάμενου) σκίουρου
  3. (ιχθυολογία) είδος καρχαρία
  4. (μεταφορικά) πονηρός, πανούργος
  5. (στον πληθυντικό) ἀλώπεκες:
    1. (ανατομία) μυς κοντά στα νεφρά
    2. είδος αρχαίου χορού

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]