ανάθεμά σε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανάθεμά σε! ελλειπτική φράση < ανάθεμα [σε] + αδύνατοι τύποι προσωπικής αντωνυμίας όπως
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈna.θeˈma.se/
Έκφραση[επεξεργασία]
ανάθεμά σε!
- σαν κατάρα
- ≈ συνώνυμα: που να 'χεις ανάθεμα! να σ' ακολουθεί το κακό!
- για κάτι που μας εκνευρίζει ή δυσκολεύει
- δεν βιδώνεται ανάθεμά τη, πρέπει να αγοράσω άλλη βίδα