αναγνωριστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αναγνωριστικό
- αιτιατική ενικού του αναγνωριστικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αναγνωριστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναγνωριστικό ουδέτερο
- (προγραμματισμός) identifier: το όνομα που ταυτοποιεί (διότι είναι μοναδικό) μία οντότητα σε ένα πρόγραμμα, όπως είναι τα ονόματα που δίδονται σε μεταβλητές, τύπους δεδομένων, συναρτήσεις, κλάσεις και μπορεί να δημιουργηθεί από τον χρήστη ή να προϋπάρχει ενσωματωμένο (δεσμευμένο αναγνωριστικό) στη γλώσσα προγραμματισμού
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πληροφορική