δεσμευμένο αναγνωριστικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δεσμευμένο αναγνωριστικό < → δείτε τις λέξεις δεσμευμένος και αναγνωριστικό, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reserved identifier
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]δεσμευμένο αναγνωριστικό
- (προγραμματισμός) συνώνυμο της δεσμευμένης λέξης
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δεσμευμένο αναγνωριστικό