ανακτοβούλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.na.ktoˈvu.li.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακτοβούλιο ουδέτερο
- το συμβούλιο του βασιλιά σε περίοδο απόλυτης μοναρχίας, που συχνά είχε και νομοθετικές κι εκτελεστικές εξουσίες, αναφέρεται και ως μυστικοσυμβούλιο
- το ανακτοβούλιο κατοχύρωσε την εκλογή του νέου πρωθυπουργού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακτοβούλιο