αναλφαβητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλφαβητικός < αναλφάβητος + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
αναλφαβητικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αναλφαβητισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλφαβητικός
|