ανδράποδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανδράποδο < αρχαία ελληνική ἀνδράποδον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ανδράποδο ουδέτερο
- άνθρωπος (άνδρας, γυναίκα ή παιδί) που αιχμαλωτίζεται στον πόλεμο, και μεταβάλλεται σε δούλο
- (μεταφορικά) αυτός που έχει το χαρακτήρα ανδράποδου, ο άβουλος, ο δουλοπρεπής
- στις εκφυλισμένες χώρες οι πολιτικοί καταντούν να είναι ανδράποδα των οικονομικών συμφερόντων
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ανδραποδίζω
- ανδραποδισμός
- εξανδραποδίζω
- εξανδραποδισμός
- → δείτε τις λέξεις άνδρας και πόδι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανδράποδο
|