εξανδραποδίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐξανδραποδίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εξανδραποδίζω < αρχαία ελληνική ἐξανδραποδίζω < ἐξ- + ἀνδραποδίζω < ἀνδράποδον < ἀνήρ + πούς

εξανδραποδίζω

  1. υποδουλώνω ή πουλώ κάποιον για δούλο
  2. (μεταφορικά) μετατρέπω κάποιον σε υποχείριο, μειώνοντάς τον ηθικά

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]