ανιόντες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | ανιόντες | ||
γενική | των | ανιόντων | ||
αιτιατική | τους | ανιόντες | ||
κλητική | ανιόντες | |||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανιόντες < πληθυντικός αριθμός του ανιών < αρχαία ελληνική ἀνιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄνειμι < εἶμι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ascendant[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.niˈon.des/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐ό‐ντες
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανιόντες αρσενικό στον πληθυντικό
- (λόγιο, νομικός όρος) οι συγγενείς (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) από τους οποίους κατάγεται άμεσα κάποιος
- (βυζαντινή μουσική) → δείτε τον όρο ανιόντες χαρακτήρες
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη ανιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανιόντες
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
ανιόντες
- (αρσενικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανιών
- (αρσενικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανιόντας
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ανιών - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Βυζαντινή μουσική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)