αντιφάρμακο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιφάρμακο < αρχαία ελληνική ἀντιφάρμακον < ἀντί + φάρμακον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιφάρμακο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιφάρμακο
|