αντίδοτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίδοτο | τα | αντίδοτα |
γενική | του | αντίδοτου & αντιδότου |
των | αντίδοτων & αντιδότων |
αιτιατική | το | αντίδοτο | τα | αντίδοτα |
κλητική | αντίδοτο | αντίδοτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίδοτο < (ελληνιστική κοινή) ἀντίδοτον, ουδέτερο του ἀντίδοτος < αρχαία ελληνική ἀντιδίδωμι < ἀντί + δίδωμι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /anˈdi.ðo.to/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίδοτο ουδέτερο
- (ιατρική) ουσία ή φάρμακο που εξουδετερώνει τη βλαπτικότητα άλλης ουσίας, φαρμάκου ή δηλητηρίου
- (μεταφορικά) οτιδήποτε εξουδτερώνει κάτι δυσάρεστο ή ανεπιθύμητο