δυσάρεστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυσάρεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυσάρεστος (γκρινιάρης, δύστροπος) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική désagréable.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε δυσ- + αρεστός.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðiˈsa.ɾe.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δυ‐σά‐ρε‐στος
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσάρεστος, -η, -ο
- που δυσαρεστεί κάποιον, που προξενεί αρνητικά αισθήματα ή συναισθήματα (ενόχληση ή στενοχώρια)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- δυσάρεστα (επίρρημα)
- δυσαρεστημένος
- δυσαρέστηση
- δυσαρεστώ
→ και δείτε τις λέξεις δυσαρέσκεια, δυσ-, αρεστός και αρέσω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσάρεστος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ δυσάρεστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
δυσάρεστος, -ος, -ον, συγκριτικός :δυσαρεστότερος
- (στον Αισχύλο) αδιάλλακτος, που δύσκολα κατευνάζεται
- ιδιότροπος, δύστροπος, γκρινιάρης
- ανικανοποίητος, που δύσκολα ικανοποιείται
Παράγωγα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις δυσαρέσκεια και ἀρέσκω
Πηγές[επεξεργασία]
- δυσάρεστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δυσάρεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δυσ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)