δυσαρέσκεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυσαρέσκεια θηλυκό
- το συναίσθημα που προκαλείται από μια δυσάρεστη κατάσταση ή από κάτι που δεν εγκρίνουμε ή μας βλάπτει
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυσαρέσκεια