αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις αν, βάζεις, βάζω, τον, κώλο, κώλος, σου, να, κάνει, κάνω, δουλειά, σκατά και σκατό
Προφορά[επεξεργασία]
Παροιμία[επεξεργασία]
αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
- (χυδαίο) όταν εμπιστεύεσαι κάτι σε κάποιον ανίκανο, η δουλειά του θα έχει την ίδια κακή ποιότητα μ' αυτόν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αν βάζεις τον κώλο σου να σου κάνει δουλειά, σκατά δουλειά θα κάνει
|