αξιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αξιοποιώ < άξιος + -ο- + -ποιώ

αξιοποιώ, πρτ.: αξιοποιούσα, στ.μέλλ.: θα αξιοποιήσω, αόρ.: αξιοποίησα, παθ.φωνή: αξιοποιούμαι, μτχ.π.π.: αξιοποιημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]