leverage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlɛv(ə)ɹɪdʒ/ & /ˈliːv(ə)ɹɪdʒ/
- ⓘ (ΗΠΑ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- μόχλευση, η άσκηση πολιτικής, ψυχολογικής, οικονομικής πίεσης
- (μεταφορικά) επιρροή, ισχύς
- ≈ συνώνυμα: ascendancy, influence, sway
Ρήμα[επεξεργασία]
- αξιοποιώ
- ↪ Some individuals make connections now to leverage them for material gain in the future.
- → λείπει η μετάφραση
- ↪ Some individuals make connections now to leverage them for material gain in the future.
- εκμεταλλεύομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- leverage στην αγγλική Βικιπαίδεια