απίκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απίκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική a picco
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈpi.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πί‐κο
Επίρρημα[επεξεργασία]
απίκο
- (ναυτικός όρος) κατάσταση κατά την οποία η άγκυρα πλοίου φέρεται έξω από τη θέση της, κρεμασμένη, έτοιμη για πόντιση
- ↪ έχω την αριστερή άγκυρα απίκο
- κάθετα, κατακόρυφα
- (μεταφορικά) σε ετοιμότητα, σε επιφυλακή
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | απίκο | τα | απίκα |
γενική | του | απίκου | των | απίκων |
αιτιατική | το | απίκο | τα | απίκα |
κλητική | απίκο | απίκα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
απίκο ουδέτερο
- (αλιεία) τεχνική ψαρέματος καθώς και το σχετικό εργαλείο ψαρέματος
- ※ Tο ψάρεμα με καλάμι «απίκο» είναι από τις κλασικότερες και συγχρόνως παλαιότερες τεχνικές ψαρέματος. Mια πετονιά με αγκίστρι δεμένη σε ένα καλάμι από τις παραδίπλα καλαμιές, ήταν το πρώτο αλιευτικό εργαλείο. Tο απίκο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες... (* εφημερίδα Έθνος)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αλιεία (νέα ελληνικά)
- Εργαλεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)