αποσκελετωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσκελετωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αποσκελετώνω
Μετοχή[επεξεργασία]
αποσκελετωμένος, -η, -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσκελετωμένος
|