αποσκελετώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]αποσκελετώνω (παθητική φωνή: αποσκελετώνομαι)
- κάνω κάποιον ή κάτι αδύνατο σαν σκελετό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αποσκελετωμένος
- → δείτε τη λέξη σκελετός
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσκελετώνω | αποσκελέτωνα | θα αποσκελετώνω | να αποσκελετώνω | αποσκελετώνοντας | |
β' ενικ. | αποσκελετώνεις | αποσκελέτωνες | θα αποσκελετώνεις | να αποσκελετώνεις | αποσκελέτωνε | |
γ' ενικ. | αποσκελετώνει | αποσκελέτωνε | θα αποσκελετώνει | να αποσκελετώνει | ||
α' πληθ. | αποσκελετώνουμε | αποσκελετώναμε | θα αποσκελετώνουμε | να αποσκελετώνουμε | ||
β' πληθ. | αποσκελετώνετε | αποσκελετώνατε | θα αποσκελετώνετε | να αποσκελετώνετε | αποσκελετώνετε | |
γ' πληθ. | αποσκελετώνουν(ε) | αποσκελέτωναν αποσκελετώναν(ε) |
θα αποσκελετώνουν(ε) | να αποσκελετώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσκελέτωσα | θα αποσκελετώσω | να αποσκελετώσω | αποσκελετώσει | ||
β' ενικ. | αποσκελέτωσες | θα αποσκελετώσεις | να αποσκελετώσεις | αποσκελέτωσε | ||
γ' ενικ. | αποσκελέτωσε | θα αποσκελετώσει | να αποσκελετώσει | |||
α' πληθ. | αποσκελετώσαμε | θα αποσκελετώσουμε | να αποσκελετώσουμε | |||
β' πληθ. | αποσκελετώσατε | θα αποσκελετώσετε | να αποσκελετώσετε | αποσκελετώστε | ||
γ' πληθ. | αποσκελέτωσαν αποσκελετώσαν(ε) |
θα αποσκελετώσουν(ε) | να αποσκελετώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσκελετώσει | είχα αποσκελετώσει | θα έχω αποσκελετώσει | να έχω αποσκελετώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσκελετώσει | είχες αποσκελετώσει | θα έχεις αποσκελετώσει | να έχεις αποσκελετώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσκελετώσει | είχε αποσκελετώσει | θα έχει αποσκελετώσει | να έχει αποσκελετώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσκελετώσει | είχαμε αποσκελετώσει | θα έχουμε αποσκελετώσει | να έχουμε αποσκελετώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσκελετώσει | είχατε αποσκελετώσει | θα έχετε αποσκελετώσει | να έχετε αποσκελετώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσκελετώσει | είχαν αποσκελετώσει | θα έχουν αποσκελετώσει | να έχουν αποσκελετώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποσκελετώνω
|