αποσκληρυντικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσκληρυντικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο αποσκληρυντικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποσκληρυντικό ουδέτερο
- υγρό ή στερεό υλικό που χρησιμοποιείται για τη μείωση της σκληρότητας του νερού, τη μείωση των αλάτων του, προκειμένου να διαλύει ευκολότερα τα απορρυπαντικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσκληρυντικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποσκληρυντικό
- αιτιατική ενικού του αποσκληρυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αποσκληρυντικός