αποσκληρυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσκληρυντικός < αποσκληρύνω + -τικός < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Εnthärtungsmittel
Επίθετο[επεξεργασία]
αποσκληρυντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αποσκλήρυνση (του νερού), αναφέρεται σ' αυτή ή συμβάλλει σ' αυτή
- (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικά
- (ουσιαστικοποιημένο) αποσκληρυντικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αποσκληραίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποσκληρυντικός