αποστροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποστροφή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀποστροφή και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική aversion[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.po.stɾoˈfi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐στρο‐φή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποστροφή θηλυκό
- έντονο αρνητικό συναίσθημα για κάτι ή κάποιον που σε κάνει να στρέφεσαι προς την άλλη μεριά, αντιπάθεια ή απέχθεια ή αηδία
- (ρητορικό σχήμα) το να απευθύνεται ρητορικά ο ομιλητής σε κάποιο πρόσωπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ρητορικό σχήμα
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αποστροφή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)