répulsion

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

répulsion < λατινική repulsio < repellere, απωθώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁe.pyl.sj̃ɔ/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
répulsion répulsions

répulsion (fr) θηλυκό

  1. (φυσική) η απώθηση
  2. (πιο συνηθισμένο) το απωθητικό αίσθημα απέναντι σε κάτι ή κάποιον, η αποστροφή, η απέχθεια, ο αποτροπιασμός
     συνώνυμα: antipathie, dégoût, écœurement

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]