αποφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αποφορά | οι | αποφορές |
γενική | της | αποφοράς | των | αποφορών |
αιτιατική | την | αποφορά | τις | αποφορές |
κλητική | αποφορά | αποφορές | ||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποφορά < ελληνιστική κοινή ἀποφορά (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική ἀποφορά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αποφορά θηλυκό
- (λόγιο) δυσάρεστη οσμή, έντονη δυσοσμία
- ※ Περνώντας απ' το χειρουργείο του τάγματος, βαριά αποφορά χλωροφόρμιου μου κεντάει το ρουθούνι. (Γιάννης Σκαρίμπας Φυγή προς τα εμπρός [διήγημα])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)