δυσοσμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσοσμία < αρχαία ελληνική δυσοσμία < δύσοσμος < δυσ- + ὀσμή
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.soˈzmi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυσοσμία θηλυκό
- η άσχημη μυρωδιά
- (μεταφορικά) μια άσχημη κατάσταση (από ηθικής πλευράς) και η δυσαρέσκεια γι’ αυτή