αρετή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αρετή | οι | αρετές |
γενική | της | αρετής | των | αρετών |
αιτιατική | την | αρετή | τις | αρετές |
κλητική | αρετή | αρετές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρετή < αρχαία ελληνική ἀρετή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρετή θηλυκό
- η ηθική, η σωφροσύνη
- το χάρισμα, το ταλέντο, το επιθυμητό χαρακτηριστικό
- ※ Η γραφή του Ζ. Εσενόζ , σφύζουσα , μοντέρνα , συχνά καινοτόμος , ασθματική , παραστατική , εντονότατα σαρκαστική και αιχμηρή , αποτελεί την ξεχωριστή αρετή αυτού του μυθιστορήματος (περιοδικό Διαβάζω, Ιούλιος-Αύγουστος 2003, σελ. 62)