ατομικεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ατομικεύω < ατομικός + -εύω

ατομικεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]