αυλότοιχος
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Συγγενικά
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αυλότοιχ
ος
οι
αυλότοιχ
οι
γενική
του
αυλότοιχ
ου
των
αυλότοιχ
ων
αιτιατική
τον
αυλότοιχ
ο
τους
αυλότοιχ
ους
κλητική
αυλότοιχ
ε
αυλότοιχ
οι
Κατηγορία
όπως «
αντίλαλος
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
αυλότοιχος
<
αυλή
+
-ο-
+
τοίχος
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
aˈvlo.ti.xos
/
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
αυλότοιχος
αρσενικό
τοίχος
γύρω
από κάποια
αυλή
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
αυλόγυρος
Συγγενικά
[
επεξεργασία
]
→
δείτε
τις λέξεις
αυλή
και
τοίχος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
αυλότοιχος
αγγλικά
:
courtyard
enclosure
(en)
,
wall
(en)
,
fence
(en)
γαλλικά
:
clôture
(fr)
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αντίλαλος' (νέα ελληνικά)
Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες