fence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
fence fences

fence (en)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας fence
γ΄ ενικό ενεστώτα fences
αόριστος fenced
παθητική μετοχή fenced
ενεργητική μετοχή fencing

fence (en)

  1. κλείνω μέσα σε φράχτη, περικλείω, προστατεύω
  2. (σπορ) κάνω ξιφασκία
  3. (σπορ: ιππασία) υπερπηδώ φράχτη