σπορ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική sport < αγγλική sport
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπορ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) οποιοδήποτε άθλημα
- (στον πληθυντικό): γενικά, ο αθλητισμός
- ↪ του αρέσουν τα σπορ
Επίθετο[επεξεργασία]
σπορ άκλιτο
- που δε χαρακτηρίζεται από επισημότητα
- ↪ σπορ εμφάνιση
- (για αυτοκίνητο) που μοιάζει με αυτοκίνητο αγώνων ταχύτητας
- ↪ σπορ αυτοκίνητο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)