sport

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Sport
      ενικός         πληθυντικός  
sport sports

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sport (en)

  1. (αθλητισμός) το άθλημα, το σπορ, ένα συγκεκριμένο είδος αθλήματος
    an individual/team sport - ατομικό/ομαδικό άθλημα
    What are your favorite sports?
    Ποια είναι τα αγαπημένα σου αθλήματα;
    What sport do you play?
    Mε ποιο σπορ ασχολείσαι;
  2. (μη μετρήσιμο, βρετανικά αγγλικά) ο αθλητισμός, αθλητικός
    Sport first developed in Ancient Greece.
    Ο αθλητισμός αναπτύχθηκε πρώτα στην αρχαία Ελλάδα.
    I watch sports news.
    Βλέπω τα αθλητικά νέα.
     συνώνυμα: sports (μόνο στον πληθυντικό, αμερικανικά αγγλικά), athletics

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
sport sports

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sport < (άμεσο δάνειο) αγγλική sport

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spɔʁ/
 
ομόηχο: spore

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sport (fr)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sport (sr)