βαρύ πεπόνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρύ πεπόνι < → δείτε τις λέξεις βαρύς και πεπόνι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Έκφραση[επεξεργασία]
βαρύ πεπόνι ουδέτερο
- άνθρωπος που δεν καταδέχεται τη συναναστροφή με άλλους, είναι κλειστός τύπος
- στην έκφραση κάνω το βαρύ πεπόνι, το παίζω βαρύ πεπόνι
- ↪ Μην κάνεις το βαρύ πεπόνι όταν σου μιλάνε οι φίλοι σου! Μην τους σνομπάρεις και κάνεις μούτρα κάθε φορά που σου λένε να πάτε εκδρομή.
- ≈ συνώνυμα: πολλά βαρύς, ακατάδεχτος, ξινισμένος, απλησίαστος, απρόσιτος → δείτε και τις λέξεις χολωμένος και νευριασμένος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ακατάδεχτος
έκφραση μεταφορική για το ακατάδεχτος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- «πεπόνι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)