βιοαπόβλητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιοαπόβλητο | τα | βιοαπόβλητα |
γενική | του | βιοαπόβλητου & βιοαποβλήτου |
των | βιοαπόβλητων & βιοαποβλήτων |
αιτιατική | το | βιοαπόβλητο | τα | βιοαπόβλητα |
κλητική | βιοαπόβλητο | βιοαπόβλητα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοαπόβλητο < βιο- + απόβλητο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biowaste)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοαπόβλητο ουδέτερο
- (νεολογισμός) απόβλητο που έχει υποστεί ειδική επεξεργασία, ώστε να μπορεί να βιοδιασπαστεί, αποικοδομηθεί ή ανακυκλωθεί