βιοϋλικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βιοϋλικό | τα | βιοϋλικά |
γενική | του | βιοϋλικού | των | βιοϋλικών |
αιτιατική | το | βιοϋλικό | τα | βιοϋλικά |
κλητική | βιοϋλικό | βιοϋλικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βιοϋλικό < βιο- + υλικό ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biomaterial)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βιοϋλικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ιατρική) (βιολογία) φυσικό ή τεχνητό υλικό που το τοποθετούν (μόνιμα ή για κάποιο χρονικό διάστημα) σε επαφή με ιστούς ή άλλα όργανα και διασφαλίζει την υγεία ή την ποιότητα ζωή του ασθενή
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βιοϋλικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)