γάβγισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάβγισμα < γαβγίζω < γαβ < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάβγισμα ουδέτερο
- (φωνή ζώου) η κραυγή του σκύλου
- (μεταφορικά) αυταρχική και ενοχλητική φωνή, λόγος