γονυκλισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γονυκλισία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γονυκλισία < γονυκλινέω < αρχαία ελληνική γόνυ + κλίνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /γo.ni.kliˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γο‐νυ‐κλι‐σί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γονυκλισία θηλυκό
- (λόγιο, θρησκεία) το γονάτισμα, ιδίως αυτό που γίνεται για λόγους θρησκευτικούς και ικετευτικούς
- ※ Μόλις οἱ πιστοὶ εἶχον συναχθῆ καὶ ἤρχισαν τὰς συνήθεις ἐπὶ τῆς ψιάθου γονυκλισίας, προτοῦ ἀκόμη τις ἐκ τῶν δερβισῶν νὰ φθάσῃ εἰς βαθμὸν ἐνθουσιώδους παροξυσμοῦ, ὥστε νὰ ἐκβάλλῃ ἀφροὺς ἐκ τοῦ στόματος, νεαρὸς Τοῦρκος εἰσῆλθεν ὁρμητικός, καὶ τόσον ἔξαλλος ἐφαίνετο, ὥστε ἐλησμόνησε νὰ ἀφήσῃ τὰ σάνδαλα παρὰ τὸν οὐδὸν τῆς θύρας καὶ εἰσῆλθεν ὑποδεδεμένος εἰς τὸ τέμενος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Χρήστος Μηλιόνης, 1885)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γονυκλισία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)