γραφοσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γραφοσκόπιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική graphoscope < αρχαία ελληνική γράφω + σκοπέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γραφοσκόπιο ουδέτερο
- (οπτική) όργανο που φέρει αμφίκυρτο φακό για τη μεγέθυνση εγγράφων, φωτογραφιών, χαρακτικών κ.λπ., με το οποίο επιχειρείται γραφολογική εξέταση κειμένων ή η ακρίβεια αντιγράφων (φωτοτυπιών) κ.τ.ό.
- ειδική εποπτική συσκευή με την οποία επιχειρείται προβολή διαφανειών
- → δείτε τη λέξη διαφανοσκόπιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γραφοσκόπιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οπτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)