γυναικολογικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το γυναικολογικό
      γενική του γυναικολογικού
    αιτιατική το γυναικολογικό
     κλητική γυναικολογικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γυναικολογικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γυναικολογικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γυναικολογικό ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γυναικολογικό