δείκνυμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | δείκνυμι | δείκνυμαι |
Παρατατικός | ἐδείκνυν | ἐδεικνύμην |
Μέλλοντας | δείξω | δείξομαι & δειχθήσομαι |
Αόριστος | ἔδειξα | ἐδειξάμην & ἐδείχθην |
Παρακείμενος | δέδειχα | δέδειγμαι |
Υπερσυντέλικος | (ἐδεδείχειν) | ἐδεδείγμην |
Συντελ.Μέλλ. | δεδειχώς ἔσομαι | δεδειγμένος ἒσομαι & δεδείξομαι |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δείκνυμι < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *deiknéumi < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (δείχνω) + -νυμι (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *néwti).[1] Συγγενές με τη λατινική dico και index, τη σανσκριτική दिशति (diśáti, δείχνω, ορίζω) και την παλαιά αγγλική tǣċan/αγγλικά teach)
- ῥίζα δικ-, λατινικά indico (δεικνύω) με τη πρόσληψη του προσφύματος -νυ-
Ρήμα
[επεξεργασία]δείκνυμι (& δεικνύω)
- δείχνω
- επιδεικνύω
- γνωστοποιώ κάτι
- φέρω στο φως
- εξηγώ
- καταγγέλλω
- αποδεικνύω
- μέσο, δείκνυμαι : δείχνω στον εαυτό μου, υποδέχομαι, δεξιώνομαι, χαιρετίζω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ἀναδείκνυμι
- ἀποδείκνυμι
- ἐνδείκνυμι
- ἐπιδείκνυμι
- καταδείκνυμι
- ὑποδείκνυμι
- ἀνταποδείκνυμι
- ἀντεπιδείκνυμι
- ἐναποδείκνυμαι
- προαποδείκνυμι
Σημειώσεις
[επεξεργασία]μερικές λέξεις που στα νέα ελληνικά ομοηχούν
- δέδειχα δείξομαι δειχθήσομαι ἐδείχθην δέδειγμαι του δείκνυμι
- δέδηχα δήξομαι δηχθήσομαι ἐδήχθην δέδηγμαι του δάκνω
- δεῖγμα δεῖξις δείκτης δεικτικός του δείκνυμι
- δῆγμα, δῆξις, δήκτης, δηκτικός του δάκνω
Κλίση
[επεξεργασία] δείκνυμι
Πρότυπο:grc-κλίσ-Ενσ-ΕΦ-'δεικνύω'
|
Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- δείκνυμι - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- δείκνυμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δείκνυμι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deyḱ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)