εξηγώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξηγώ < αρχαία ελληνική ἐξηγέομαι-ἐξηγοῦμαι
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εξηγώ, πρτ.: εξηγούσα, στ.μέλλ.: θα εξηγήσω, αόρ.: εξήγησα, παθ.φωνή: εξηγούμαι, μτχ.π.π.: εξηγημένος
- κάνω κάτι κατανοητό (σε κάποιον)
- πώς αλλιώς να σου το εξηγήσω; δεν είναι σωστό αυτό που λες
- ερμηνεύω, αιτιολογώ
- δεν μπορώ να εξηγήσω τη συμπεριφορά της